Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σχοινίτης — ὁ, θηλ. σχοινῑτις, ίτιδος, Α κατασκευασμένος από σχοίνους ή από βούρλα, σχοίνινος («ἐν καλύβῃ σχοινίτιδι», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + επίθημα ίτης / ῖτις (πρβλ. σελην ίτης)] … Dictionary of Greek
σχοινίτις — ίτιδος, ἡ, Α βλ. σχοινίτης … Dictionary of Greek